- σουλάτσο
- το(λ. ιταλ.), περίπατος: Βγήκε για σουλάτσο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουλάτσο — το, Ν περίπατος, σεργιάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo «διασκέδαση»] … Dictionary of Greek
σουλατσάρισμα — το, Ν το σουλάτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλατσάρω + κατάλ. ισμα < ρ. σε ίζω (πρβλ. παρκάρω: παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek
σουλατσαδόρος — και σολατσαδόρος, ο, θηλ. σουλατσαδόρισσα, Ν 1. αυτός που σουλατσάρει, ο αργόσχολος 2. φρ. «είναι τοκιστής και σουλατσαδόρος» λέγεται για κάποιον που, ενώ είναι άνεργος και άπορος, συμπεριφέρεται σαν να ήταν τοκιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
περίπατος — ο 1. βάδισμα για αναψυχή, σεργιάνι, σουλάτσο. 2. σύντομη διαδρομή: Κάναμε έναν περίπατο ως το κτήμα μας. 3. το μέρος όπου γίνεται περίπατος: Ο κεντρικός περίπατος της Θεσσαλονίκης είναι η παραλία. 4. φρ., «Πάει περίπατο», χάθηκε, δε βρίσκεται πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σολάτσο — το βλ. σουλάτσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)